Greek Meaning of took to task

ανέλαβε το καθήκον

Other Greek words related to ανέλαβε το καθήκον

Definitions and Meaning of took to task in English

took to task

to call (someone) to account for a shortcoming

FAQs About the word took to task

ανέλαβε το καθήκον

to call (someone) to account for a shortcoming

κατηγορηθεί,καταγγελμένος,ελαττωματικό,χτύπησε,καταδικασμένος,κριτικάρετε,επιτέθηκε,λογοκριμένος,επικριμένος,τηγανίτης

εγκρίθηκε,ενέκρινε,προτεινόμενο,επαίνεσε,υμνεί,επαινεμένος,κυρώσεις,επαινέθηκε,εγκεκριμένος

took to => συνήθισε, took the mickey out of => πειράζω κάποιον, took the floor => Πήρε το λόγο., took ship => επιβιβάστηκε στο πλοίο, took over => ανέλαβε,