Greek Meaning of took off (from)

Απογειώθηκε (από)

Other Greek words related to Απογειώθηκε (από)

Definitions and Meaning of took off (from) in English

took off (from)

No definition found for this word.

FAQs About the word took off (from)

Απογειώθηκε (από)

αποσύρθηκε από,χωρισμένος (από),Αποσύρθηκε από.,αποκόβω,δραπέτευσε,παραιτήθηκε,παραδίδονται,παραιτήθηκε,πέταξε,άδειος

είχε,πραγματοποιήθηκε,κράτησε,υπό ιδιοκτησία,Διατηρημένα,δαιμονισμένος,ανακτημένο,κρατημένος,αποθηκευμένο,κατεχόμενος

took off => Απογειώθηκε, took issue => καταφέρθηκε, took in => πήρε μέσα, took hold (of) => άρπαξε (κάποιον ή κάτι), took for granted => θεωρώ κάτι δεδομένο,