Greek Meaning of shucked (off)
ξεφλουδισμένος (απορριφθείς)
Other Greek words related to ξεφλουδισμένος (απορριφθείς)
- Απορρίπτεται
- απορριφθεί
- παρατημένος
- πεταμένος
- χαμένος
- ξεφορτωμένο
- αποτινάχτηκε (από)
- εγκαταλελειμμένος
- πετάω
- αποκλείστηκε
- εξορκίζομαι
- απορριπτόμενος
- αφαιρέθηκε
- αποδίδω
- αποθήκη
- πεταγμένη
- απολυμένος
- διαθέσιμος
- εξορκισμένος
- πεταμένος (έξω ή μακριά)
- απορριφθείς
- παλιοσίδερα
- πεταμένος έξω
- τοποθετήθηκε δίπλα
- άχρηστο
- ξεφορτώνομαι (από)
- πέταξε
- Πέταξε
- παραιτήθηκε
- καταργήθηκε
- εξαντλημένος
- έρημος
- απολυμένος
- εξαλειμμένος
- εκκαθαρισμένο
- εκριζώθηκε
- εγκατέλειψε
- ρίφθηκε
- εξαλειφθεί
- 86
- Βυθισμένος
- απολύθηκε
- ριζωμένος
- Σφραγισμένο (έξω)
Nearest Words of shucked (off)
Definitions and Meaning of shucked (off) in English
shucked (off)
to remove and throw aside (something)
FAQs About the word shucked (off)
ξεφλουδισμένος (απορριφθείς)
to remove and throw aside (something)
Απορρίπτεται,απορριφθεί,παρατημένος,πεταμένος,χαμένος,ξεφορτωμένο,αποτινάχτηκε (από),εγκαταλελειμμένος,πετάω,αποκλείστηκε
υιοθετημένος,εργαζόμενος,χρησιμοποιημένο,αγκαλιάστηκε,πραγματοποιήθηκε,κράτησε,Διατηρημένα,χρησιμοποιείται,ανέλαβε,ανασταλμένος
shuck(s) => κέλυφος, shuck (off) => να ξεφλουδίζω, shtiks => κόλπα, shticks => νουμέρα, shrugs off => ανασηκώνει τους ώμους,