Greek Meaning of sluffed (off)

ξεφορτώνομαι (από)

Other Greek words related to ξεφορτώνομαι (από)

Definitions and Meaning of sluffed (off) in English

sluffed (off)

No definition found for this word.

FAQs About the word sluffed (off)

ξεφορτώνομαι (από)

Απορρίπτεται,απορριφθεί,πεταμένος,χαμένος,απορριπτόμενος,αποδίδω,πεταγμένη,διαθέσιμος,πεταμένος (έξω ή μακριά),τοποθετήθηκε δίπλα

υιοθετημένος,εργαζόμενος,χρησιμοποιημένο,αγκαλιάστηκε,πραγματοποιήθηκε,Διατηρημένα,χρησιμοποιείται,ανέλαβε,κράτησε,ανασταλμένος

sluffed => έγδαρε, sluff (off) => αποτινάσσω (κάτι), sluff => Αποφλοιώνω, slues => ενδείξεις, sludgy => λασπώδης,