Greek Meaning of exorcized
εξορκισμένος
Other Greek words related to εξορκισμένος
- Απορρίπτεται
- πετάω
- απορριφθεί
- παρατημένος
- πεταμένος
- αποκλείστηκε
- εξαλειμμένος
- χαμένος
- απορριπτόμενος
- αφαιρέθηκε
- αποθήκη
- ξεφορτωμένο
- απορριφθείς
- παλιοσίδερα
- άχρηστο
- εγκαταλελειμμένος
- παραιτήθηκε
- έρημος
- απολυμένος
- εκκαθαρισμένο
- ρίφθηκε
- αποδίδω
- πεταγμένη
- 86
- απολυμένος
- Βυθισμένος
- διαθέσιμος
- απολύθηκε
- πεταμένος (έξω ή μακριά)
- τοποθετήθηκε δίπλα
- ξεφλουδισμένος (απορριφθείς)
- αποτινάχτηκε (από)
- ξεφορτώνομαι (από)
- πέταξε
- Πέταξε
- καταργήθηκε
- εξαντλημένος
- σβησμένος
- εκριζώθηκε
- εγκατέλειψε
- εκκαθαρισμένος
- εξαλειφθεί
- πεταμένος έξω
- ριζωμένος
- Σφραγισμένο (έξω)
Nearest Words of exorcized
Definitions and Meaning of exorcized in English
exorcized
to get rid of (something troublesome, menacing, or oppressive), to free of an evil spirit, to drive (as an evil spirit) off by calling upon some holy name or by spells, to expel (an evil spirit) by adjuration
FAQs About the word exorcized
εξορκισμένος
to get rid of (something troublesome, menacing, or oppressive), to free of an evil spirit, to drive (as an evil spirit) off by calling upon some holy name or by
Απορρίπτεται,πετάω,απορριφθεί,παρατημένος,πεταμένος,αποκλείστηκε,εξαλειμμένος,χαμένος,απορριπτόμενος,αφαιρέθηκε
υιοθετημένος,εργαζόμενος,χρησιμοποιημένο,αγκαλιάστηκε,πραγματοποιήθηκε,κράτησε,Διατηρημένα,χρησιμοποιείται,ανέλαβε,ανασταλμένος
exorcists => Εξορκιστές, exorcisms => εξορκισμοί, exonerations => Απαλλαγές, exits => έξοδοι, exiting => έξοδος,