Greek Meaning of eliminated
αποκλείστηκε
Other Greek words related to αποκλείστηκε
- απαγορευμένο
- Εξαιρούμενος
- εμπόδισε
- απαγορευμένος
- εξόριστος
- αποκλεισμένος
- αποβλήθηκε
- απαγορευμένος
- εξαιρεθείς
- εκδιωκόμενος
- αποκλείστηκε
- αποκλείω
- Αναστολή
- μαυροπινακισμένος
- μαύρη λίστα
- αποκλεισμένο
- Έπαψε
- ελέγχθηκε
- έκλεισε τις πόρτες του για
- Κλειστό
- χτενισμένο (έξω)
- απελαθείς
- αποτρεπτικός
- διακοπή
- αφορισμένος
- εξόριστος
- παγωμένος έξω
- διακοπεί
- παρεμποδισμένος
- παρεμποδισμένο
- εμπόδισαν
- κατήργησε
- εξοστρακισμένος
- εκδιωχθέντας
- αποκλείστηκε
- αποφεύχθηκε (από)
Nearest Words of eliminated
- eliminating => εξαλείφοντας
- elimination => εξάλειψη
- elimination reaction => Αντίδραση απόσπασης
- elimination tournament => Τουρνουά απoκλεισμού
- eliminative => εξαλειπτικός
- eliminator => εξαλειφτής
- elinguate => βγάζω τη γλώσσα
- elinguation => γλωσσεκτομή
- elinguid => μη γλωσσικός
- elinor morton hoyt wylie => Έλινορ Μόρτον Χόιτ Ουάιλι
Definitions and Meaning of eliminated in English
eliminated (imp. & p. p.)
of Eliminate
FAQs About the word eliminated
αποκλείστηκε
of Eliminate
απαγορευμένο,Εξαιρούμενος,εμπόδισε,απαγορευμένος,εξόριστος,αποκλεισμένος,αποβλήθηκε,απαγορευμένος,εξαιρεθείς,εκδιωκόμενος
αποδεκτό,παραδεκτός,συμπεριλαμβανομένης,έλαβε,αγκαλιάστηκε,διασκεδασμένος,καλωσόρισε,πήρε μέσα
eliminate => εξαλείφω, eliminant => εξαλείφον, elimate => εξαλείφω, elijah muhammad => Ελάιτζα Μουχάμαντ, elijah => Ηλίας,