Greek Meaning of debarred

απαγορευμένος

Other Greek words related to απαγορευμένος

Definitions and Meaning of debarred in English

Webster

debarred (imp. & p. p.)

of Debar

FAQs About the word debarred

απαγορευμένος

of Debar

απαγορευμένο,αποκλεισμένος,αποκλείστηκε,Εξαιρούμενος,εμπόδισε,απαγορευμένος,εξόριστος,αποβλήθηκε,εξαιρεθείς,εκδιωκόμενος

αποδεκτό,παραδεκτός,συμπεριλαμβανομένης,έλαβε,αγκαλιάστηκε,διασκεδασμένος,καλωσόρισε,πήρε μέσα,χωρίς απαγόρευση

debarrass => απαλλάσσω, απελευθερώνω, debarment => Αποκλεισμός, debarking => αποφλοίωση, debarked => ξεφλούδισε, debarkation => αποβίβαση,