Greek Meaning of admitted

παραδεκτός

Other Greek words related to παραδεκτός

Definitions and Meaning of admitted in English

Webster

admitted (imp. & p. p.)

of Admit

Webster

admitted (a.)

Received as true or valid; acknowledged.

FAQs About the word admitted

παραδεκτός

of Admit, Received as true or valid; acknowledged.

αναγνωρισμένος,συμφωνήθηκε,παραδέχτηκε,ομολόγησε,αποδεκτό,επιτρεπόμενο,ανακοινώθηκε,επιβεβαιωμένο,Δηλωθεί,Αποκαλύφθηκε

αρνηθεί,κρυμμένο,απαγορεύεται,απαρνήθηκε,αποκήρυξε,αποκηρυγμένος,αμφισβητούμενο,διαψεύστηκε,διαψεύστηκε,απορριπτόμενος

admittatur => επιτρέπω, admittance => Είσοδος, admittable => αποδεκτός, admit => ομολογώ, admissory => επιτρεπτό,