Greek Meaning of owned (up to)

κατοικούμενη (μέχρι)

Other Greek words related to κατοικούμενη (μέχρι)

Definitions and Meaning of owned (up to) in English

owned (up to)

No definition found for this word.

FAQs About the word owned (up to)

κατοικούμενη (μέχρι)

αναγνωρισμένος,παραδεκτός,παραδέχτηκε,ομολόγησε,συμφωνήθηκε,επιτρεπόμενο,ανακοινώθηκε,επιβεβαιωμένο,Αποκαλύφθηκε,χορηγήθηκε

αρνηθεί,απαγορεύεται,καλυμμένος (πάνω),κρυμμένο,απαρνήθηκε,αποκήρυξε,αποκηρυγμένος,αμφισβητούμενο,Κρυμμένος,αμυδρό

own (up) => ομολογώ, own (up to) => δική (έως), owing to => λόγω, ow => ω, overweights => υπέρβαρο,