Greek Meaning of own (up to)
δική (έως)
Other Greek words related to δική (έως)
- αναγνωρίζω
- ομολογώ
- συμφωνώ
- παραδέχομαι
- ομολογώ
- επιτρέψω
- ανακοινώνω
- επιβεβαιώνω
- αποκαλύπτω
- επιχορήγηση
- αναγνωρίζω
- αποκαλύπτω
- λέω
- Ομολογώ (κάτι για)
- ομολογώ
- αποδέχομαι
- Επιβεβαιώνω
- ομολογώ
- προδίδω
- αναπνέω
- μετάδοση
- επικοινωνώ
- _δηλώνω_
- ανακουφίζω
- αποκαλύπτω
- εκθέτω
- χαρίζω
- παρέχει
- πληροφορώ
- διαρροή
- ανακηρύσσω
- ομολογώ
- δημοσιεύω
- ποντίκι
- πες
- διαρροή
- μιλάω
- ελαφρύνω
- εκφόρτωση
- προειδοποιώ
- ψιθύρι
- απόδοση
- πληροφορία
- σοφός
Nearest Words of own (up to)
Definitions and Meaning of own (up to) in English
own (up to)
No definition found for this word.
FAQs About the word own (up to)
δική (έως)
αναγνωρίζω,ομολογώ,συμφωνώ,παραδέχομαι,ομολογώ,επιτρέψω,ανακοινώνω,επιβεβαιώνω,αποκαλύπτω,επιχορήγηση
αρνούμαι,αρνητικός,κρύβω,Αντιφάσκεται,απαγορεύω,αρνούμαι,αποκήρυξη,απαρνιέμαι,διαμάχη,κρύβω
owing to => λόγω, ow => ω, overweights => υπέρβαρο, overviews => επισκοπήσεις, overutilizing => Υπερκατανάλωση,