Greek Meaning of owning (up to)

ιδιοκτήτης (έως)

Other Greek words related to ιδιοκτήτης (έως)

Definitions and Meaning of owning (up to) in English

owning (up to)

No definition found for this word.

FAQs About the word owning (up to)

ιδιοκτήτης (έως)

αναγνωριστικός,παραδεχόμενοι,παραδεχόμενος,εξομολογούμενος,Συμφωνία,επιτρέποντας,ανακοινώνω,Αποκάλυψη,παραχώρηση,αναγνωρίζοντας

αρνούμενος,Απαγορεύει,κάλυψη (κάποιου πράγματος),απόκρυψη,αποκηρύσσοντας,αποποιούμενος,αποκήρυξη,αμφισβητώντας,κρύβοντας,αρνητικός

ownerships => ιδιοκτησίες, owned (up to) => κατοικούμενη (μέχρι), own (up) => ομολογώ, own (up to) => δική (έως), owing to => λόγω,