FAQs About the word own (up)

ομολογώ

to admit that one has done a usually bad thing

ομολογώ,ομολογώ,,ομολογώ,διαρροή,μιλάω,καρφώνω

ήσυχος,Σφραγίζω το στόμα μου,σιωπήστε

own (up to) => δική (έως), owing to => λόγω, ow => ω, overweights => υπέρβαρο, overviews => επισκοπήσεις,