Greek Meaning of kidding (oneself)

Εξαπατάω (τον εαυτό του)

Other Greek words related to Εξαπατάω (τον εαυτό του)

Definitions and Meaning of kidding (oneself) in English

kidding (oneself)

No definition found for this word.

FAQs About the word kidding (oneself)

Εξαπατάω (τον εαυτό του)

κάλυψη (κάποιου πράγματος),απόκρυψη,αντιφατικός,κρύβοντας,σκοτεινός,πέπλο,αρνούμενος,Απαγορεύει,αποκηρύσσοντας,αποποιούμενος

αναγνωριστικός,παραδεχόμενοι,Συμφωνία,επιτρέποντας,παραχώρηση,ιδιοκτήτης (έως),παραδεχόμενος,εξομολογούμενος,Ομολογώ (κάτι),Εκφόρτωση

kidding (around) => αστείο, kiddies => παιδιά, kidder => πειραχτήρι, kidded (around) => πειράζοντας, kid stuff => Παιδιαριώδη πράγματα,