Greek Meaning of kidded (around)

πειράζοντας

Other Greek words related to πειράζοντας

Definitions and Meaning of kidded (around) in English

kidded (around)

No definition found for this word.

FAQs About the word kidded (around)

πειράζοντας

Κλόουν,κόβω σε κομμάτια,ανόητα,παίζω με άλογα,ανυπάκουσε,επαναστάτησαν,επέδειξε,που παίχτηκε,συνέχισε,άτακτος

ενήργησε,βαρετός,συμμορφώθηκε,πραγματοποιήθηκε,υπάκουσα,επιλεγμένο,συλλεγέν,συντεθειμένος,σύμφωνος,περιορισμένος

kid stuff => Παιδιαριώδη πράγματα, kid (around) => παιδί (περίπου), kicky => κλωτσάω, kickups => Ζογκλερικά, kick-starting => εκκίνηση,