Greek Meaning of comported

φέρθηκε

Other Greek words related to φέρθηκε

Definitions and Meaning of comported in English

comported

to be fitting, behave, to behave in a manner conformable to what is right, proper, or expected, behave sense 1, conduct, compote sense 2, to be in agreement

FAQs About the word comported

φέρθηκε

to be fitting, behave, to behave in a manner conformable to what is right, proper, or expected, behave sense 1, conduct, compote sense 2, to be in agreement

συμφωνήθηκε,συνέπεσε,σύμφωνος,αποτελούνταν,αντιστοιχούσε,κατάλληλο,προσαρμοσμένο,παραχωρημένο,ευθυγραμμισμένος,απάντησε

Αντιφατικός,αναβλημένος (από),διαφώνησε (με),αμφισβητούμενο,συγκρούστηκαν,συγκρουόμενος,αρνήθηκε,αρνημένο,ακύρωσε,ταραγμένος

components => Συστατικά, complying (with) => σύμφωνοι με, complying => συμμορφούμενος, comply (with) => συμμορφώνω (με), complimenting => κολακευτικό,