Greek Meaning of rhymed

ομοιοκατάληκτος

Other Greek words related to ομοιοκατάληκτος

Definitions and Meaning of rhymed in English

Wordnet

rhymed (a)

having corresponding sounds especially terminal sounds

Webster

rhymed (imp. & p. p.)

of Rhyme

FAQs About the word rhymed

ομοιοκατάληκτος

having corresponding sounds especially terminal soundsof Rhyme

συμφωνήθηκε,συνέπεσε,αποτελούνταν,αντιστοιχούσε,παραχωρημένο,ευθυγραμμισμένος,απάντησε,επιλεγμένο,συγχορδισμένος,συνεκτικός

Αντιφατικός,αναβλημένος (από),διαφώνησε (με),αμφισβητούμενο,συγκρούστηκαν,αρνήθηκε,αρνημένο,ακύρωσε,συγκρουόμενος,ταραγμένος

rhyme royal => Βασιλική ρίμα, rhyme => ομοιοκαταληξία, rhyacotriton olympicus => Ρυακοτρίτων ο ολυμπιακός, rhyacotriton => Ριακοτρίτων, rhusma => ρόσμα,