FAQs About the word rhymery

ομοιοκαταληξία

The art or habit of making rhymes; rhyming; -- in contempt.

No synonyms found.

No antonyms found.

rhymer => ριμοδότης, rhymeless => χωρίς ομοιοκαταληξία, rhymed => ομοιοκατάληκτος, rhyme royal => Βασιλική ρίμα, rhyme => ομοιοκαταληξία,