Greek Meaning of rhymery
ομοιοκαταληξία
Other Greek words related to ομοιοκαταληξία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of rhymery
- rhymer => ριμοδότης
- rhymeless => χωρίς ομοιοκαταληξία
- rhymed => ομοιοκατάληκτος
- rhyme royal => Βασιλική ρίμα
- rhyme => ομοιοκαταληξία
- rhyacotriton olympicus => Ρυακοτρίτων ο ολυμπιακός
- rhyacotriton => Ριακοτρίτων
- rhusma => ρόσμα
- rhus vernix => Τοξικόδενδρο το ερεθιστικό
- rhus verniciflua => Δηλητηριώδης βερνίκια
Definitions and Meaning of rhymery in English
rhymery (n.)
The art or habit of making rhymes; rhyming; -- in contempt.
FAQs About the word rhymery
ομοιοκαταληξία
The art or habit of making rhymes; rhyming; -- in contempt.
No synonyms found.
No antonyms found.
rhymer => ριμοδότης, rhymeless => χωρίς ομοιοκαταληξία, rhymed => ομοιοκατάληκτος, rhyme royal => Βασιλική ρίμα, rhyme => ομοιοκαταληξία,