Greek Meaning of disagreed (with)

διαφώνησε (με)

Other Greek words related to διαφώνησε (με)

Definitions and Meaning of disagreed (with) in English

disagreed (with)

No definition found for this word.

FAQs About the word disagreed (with)

διαφώνησε (με)

Αντιφατικός,εξετάζω,αρνήθηκε,αμφισβητήθηκε,διαψεύστηκε,έλεγξε,αμφισβητούμενος,σταυρωμένος,αμφισβητούμενο,πολέμησε

συμφωνεί (με),επιβεβαιωμένο,Μαρτυρώ υπέρ,επαληθευμένο,βεβαιωμένος,ελεγμένο ως γνήσιο,πιστοποιημένο,επιβεβαιωμένος,τεκμηριωμένος,εγγυήθηκε (για)

disagree (with) => διαφωνώ (με), disaggregating => αποσύνθεση, disaggregated => Αποσυνάφθηκε, disaffirming => απορρίπτοντας, disaffirmed => ακυρώ,