Greek Meaning of disaffiliated
μη συνδεδεμένος
Other Greek words related to μη συνδεδεμένος
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένο
- αποσυνδεδεμένος
- διαιρεμένος
- Διαζευγμένος
- κλασματικός
- απομονωμένος
- Επιλεγμένο
- απομακρυσμένο
- διαλυμένος
- δυσλειτουργικός
- αποσπασματικός
- αποκομμένος
- Διασπασμένος
- χωρισμένοι
- διασκορπισμένο
- τμηματωμένο
- διαχωρισμένος
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- διασπασμένος
- Άσχετος
- ανύδαχτος
- Χώρισαν
- διασκορπισμένος
Nearest Words of disaffiliated
- disaffiliating => μη συνδεδεμένον
- disaffiliation => αποχώρηση
- disaffirmed => ακυρώ
- disaffirming => απορρίπτοντας
- disaggregated => Αποσυνάφθηκε
- disaggregating => αποσύνθεση
- disagree (with) => διαφωνώ (με)
- disagreed (with) => διαφώνησε (με)
- disagreeing => διαφωνώντας
- disagreeing (with) => διαφωνία (με)
Definitions and Meaning of disaffiliated in English
disaffiliated
disassociate, to terminate an affiliation
FAQs About the word disaffiliated
μη συνδεδεμένος
disassociate, to terminate an affiliation
αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,αποσυνδεδεμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,κλασματικός,απομονωμένος,Επιλεγμένο,απομακρυσμένο,διαλυμένος
συνδεδεμένος,συσπειρώθηκε,συνδυασμένος,ενωμένες,συζευγμένο,συνδεδεμένος,συζευγμένο,λειωμένος,προσχώρησε,συνδεδεμένο
disaffiliate => διαγραφώ, disadvantages => μειονεκτήματα, disaccustomed => ασυνήθιστος, disaccorded => διαφωνούντα, disabuses => απογοητεύει,