Greek Meaning of linked (up)
συνδεδεμένο
Other Greek words related to συνδεδεμένο
- συνδυασμένος
- συνδεδεμένος
- λειωμένος
- συνδεδεμένος
- συσπειρώθηκε
- ενωμένες
- συζευγμένο
- συζευγμένο
- προσχώρησε
- παντρεμένος
- ενωμένος
- ενωμένος
- διαπεραστικός
- σύμμαχοι
- συναρμολογημένο
- αλυσοδεμένο
- ομαδοποιημένο
- σύνθετος
- συλλεγμένοι
- παντρεμένος
- εθισμένος
- συμμαχημένος
- ζευγαρωμένοι
- συνάντησε
- επανεντάχθηκε
- ζευγαρωμένος
- ομοσπονδιακός
- συγκεντρωμένοι
- συγκάλεσε
- ξανασυνδέθηκε
- επανενωμένος
- συγκολλημένος
- αποσυνδεδεμένο
- διαιρεμένος
- απομονωμένος
- χωρισμένοι
- Επιλεγμένο
- τμηματωμένο
- διαχωρισμένος
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- Χώρισαν
- διασπασμένος
- αποσπασμένος
- αποσπασματικός
- διασκορπισμένος
- αποκομμένος
- αποσυνδεδεμένος
- Διαζευγμένος
- διασκορπισμένο
- απομακρυσμένο
- κλασματικός
- Άσχετος
- διαλυμένος
- δυσλειτουργικός
- Διασπασμένος
- ανύδαχτος
- μη συνδεδεμένος
Nearest Words of linked (up)
Definitions and Meaning of linked (up) in English
linked (up)
No definition found for this word.
FAQs About the word linked (up)
συνδεδεμένο
συνδυασμένος,συνδεδεμένος,λειωμένος,συνδεδεμένος,συσπειρώθηκε,ενωμένες,συζευγμένο,συζευγμένο,προσχώρησε,παντρεμένος
αποσυνδεδεμένο,διαιρεμένος,απομονωμένος,χωρισμένοι,Επιλεγμένο,τμηματωμένο,διαχωρισμένος,αποκομμένος,διαχωρίζω,Χώρισαν
link (with) => (σύνδεσμος (με)), link (up) => συνδεθεί, lining up => στέκομαι στην ουρά, liniments => λινεμέντα, linguistic forms => Γλωσσικές μορφές,