Greek Meaning of reconnected

ξανασυνδέθηκε

Other Greek words related to ξανασυνδέθηκε

Definitions and Meaning of reconnected in English

reconnected

to connect again

FAQs About the word reconnected

ξανασυνδέθηκε

to connect again

συνδεδεμένος,επανενωμένος,συναρμολογημένο,συνδυασμένος,συζευγμένο,λειωμένος,προσχώρησε,παντρεμένος,συνάντησε,επανεντάχθηκε

αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,αποσυνδεδεμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,απομονωμένος,Επιλεγμένο,απομακρυσμένο,κλασματικός,διαλυμένος

reconnect => επανασύνδεση, reconfirmation => Επαναβεβαίωση, reconditions => ανακατασκευάζει, reconditioning => ανακαίνιση, recondensing => επανασυμπύκνωση,