Greek Meaning of spliced
συγκολλημένος
Other Greek words related to συγκολλημένος
- σύμμαχοι
- συναρμολογημένο
- αλυσοδεμένο
- ομαδοποιημένο
- σύνθετος
- παντρεμένος
- εθισμένος
- ζευγαρωμένοι
- συνδυασμένος
- συνδεδεμένος
- συζευγμένο
- λειωμένος
- συλλεγμένοι
- συμμαχημένος
- συνάντησε
- επανεντάχθηκε
- ζευγαρωμένος
- ομοσπονδιακός
- συγκεντρωμένοι
- αστεροσκοπείο
- συγκάλεσε
- Επανασυνδυασμένος
- επανενωμένος
- συνδεδεμένος
- συσπειρώθηκε
- ενωμένες
- συζευγμένο
- προσχώρησε
- παντρεμένος
- ενωμένος
- ενωμένος
- διαπεραστικός
- συνδεδεμένο
- ξανασυνδέθηκε
- επανενωμένος
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένο
- διαιρεμένος
- απομονωμένος
- χωρισμένοι
- τμηματωμένο
- διαχωρισμένος
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- Χώρισαν
- διασπασμένος
- δυσλειτουργικός
- αποσπασματικός
- διασκορπισμένος
- αποκομμένος
- αποσυνδεδεμένος
- Διαζευγμένος
- Επιλεγμένο
- διασκορπισμένο
- απομακρυσμένο
- κλασματικός
- Άσχετος
- διαλυμένος
- Διασπασμένος
- ανύδαχτος
- μη συνδεδεμένος
Nearest Words of spliced
- splintered => θρυμματισμένος
- splints => Νάρθηκες
- split (on) => διαχωρίζω (σε)
- split (up) => χωρίζω
- split hairs => σχίζω τρίχες
- split level => Διαμερισμένος σε επίπεδα
- split levels => σπίτια με διαφορετικά επίπεδα
- split one's sides => Ξεκαρδίζομαι
- split seconds => κλάσμα δευτερολέπτου
- splits => διαχωρισμοί
Definitions and Meaning of spliced in English
spliced
to unite, link, or insert as if by splicing, to unite (as pieces of film) by connecting the ends together, a joining or joint made by splicing, to unite (two lengths of magnetic tape, photographic film, etc.) by overlapping and securing together two ends, marriage, wedding, to combine or insert (something) by genetic engineering, to unite (as two ropes) by weaving the strands together, a joining or joint made by splicing something, to join together or insert (as segments of RNA or DNA) to form new genetic combinations, to unite (two ropes or two parts of a rope) by interweaving the strands
FAQs About the word spliced
συγκολλημένος
to unite, link, or insert as if by splicing, to unite (as pieces of film) by connecting the ends together, a joining or joint made by splicing, to unite (two le
σύμμαχοι,συναρμολογημένο,αλυσοδεμένο,ομαδοποιημένο,σύνθετος,παντρεμένος,εθισμένος,ζευγαρωμένοι,συνδυασμένος,συνδεδεμένος
αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,διαιρεμένος,απομονωμένος,χωρισμένοι,τμηματωμένο,διαχωρισμένος,αποκομμένος,διαχωρίζω,Χώρισαν
splendors => μεγαλεία, splendiferousness => Μεγαλοπρέπεια, splendidness => μεγαλοπρέπεια, splaying => διάταση, splayed => απλωμένος,