Greek Meaning of severed
αποκομμένος
Other Greek words related to αποκομμένος
- διακοπτόμενος
- δυσλειτουργικός
- αποκομμένος
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- διαιρεμένος
- Διαζευγμένος
- χωρισμένοι
- κλαδωτός
- Επιλεγμένο
- διαχωρίζω
- απομακρυσμένο
- σπασμένος
- διασπασμένος
- Ξεχωριστά
- μακριά
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένο
- μακρινό
- μακριά
- πιο μακριά
- απομονωμένος
- Μη συνεχής
- αφαιρέθηκε
- μη συνδεδεμένος
- ανύδαχτος
- Άσχετος
- μακριά
- μακριά
- απομονώνω
- Μη γειτονικός
- απομακρυσμένος
- ξεχωριστό
- ανύπαντρος
- ανεξάρτητος
- αυτόνομος
- μη συνεχόμενος
- όμορος
- παρακείμενος
- γειτονικός
- κοντά
- Συνεχής
- ένταξη
- γειτονικός
- συγκινητικός
- κατά προσέγγιση
- Επισυναπτόμενος
- συνοριακός
- Κοντινότερο
- συνδεδεμένος
- συνορεύων
- Πλευρικός
- FLUSH
- κρόσσια
- άμεσος
- προσχώρησε
- παρατεθειμένος
- συνδεδεμένος
- κοντά
- κοντά
- πλησιέστερος
- δίπλα
- νύχτα
- χαμηλότερα πατώματος
- ενωμένος
- συνομόρος
- συνδεόμενο
- επικοινωνία
- διασυνδεόμενος
Nearest Words of severed
- severe combined immunodeficiency disease => Σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια
- severe combined immunodeficiency => Σοβαρή Συνδυασμένη Ανοσοανεπάρκεια
- severe acute respiratory syndrome => Σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο
- severe => σοβαρός
- severance agreement => Συμφωνία απόλυσης
- severance => αποζημίωση απόλυσης
- severalty => χωριστά
- several-seeded => πολυσπέρμιο
- severally => ξεχωριστά
- severalize => αρκετοί
Definitions and Meaning of severed in English
severed (s)
detached by cutting
severed (imp. &. p. p.)
of Sever
FAQs About the word severed
αποκομμένος
detached by cuttingof Sever
διακοπτόμενος,δυσλειτουργικός,αποκομμένος,αποσυνδεδεμένος,Διασπασμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,χωρισμένοι,κλαδωτός,Επιλεγμένο
όμορος,παρακείμενος,γειτονικός,κοντά,Συνεχής,ένταξη,γειτονικός,συγκινητικός,κατά προσέγγιση,Επισυναπτόμενος
severe combined immunodeficiency disease => Σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια, severe combined immunodeficiency => Σοβαρή Συνδυασμένη Ανοσοανεπάρκεια, severe acute respiratory syndrome => Σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο, severe => σοβαρός, severance agreement => Συμφωνία απόλυσης,