Greek Meaning of severed

αποκομμένος

Other Greek words related to αποκομμένος

Definitions and Meaning of severed in English

Wordnet

severed (s)

detached by cutting

Webster

severed (imp. &. p. p.)

of Sever

FAQs About the word severed

αποκομμένος

detached by cuttingof Sever

διακοπτόμενος,δυσλειτουργικός,αποκομμένος,αποσυνδεδεμένος,Διασπασμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,χωρισμένοι,κλαδωτός,Επιλεγμένο

όμορος,παρακείμενος,γειτονικός,κοντά,Συνεχής,ένταξη,γειτονικός,συγκινητικός,κατά προσέγγιση,Επισυναπτόμενος

severe combined immunodeficiency disease => Σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια, severe combined immunodeficiency => Σοβαρή Συνδυασμένη Ανοσοανεπάρκεια, severe acute respiratory syndrome => Σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο, severe => σοβαρός, severance agreement => Συμφωνία απόλυσης,