Greek Meaning of interconnecting
διασυνδεόμενος
Other Greek words related to διασυνδεόμενος
- Επισυναπτόμενος
- επικοινωνία
- συνδεδεμένος
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- συνδεόμενο
- όμορος
- παρακείμενος
- γειτονικός
- κατά προσέγγιση
- οριοθέτηση
- Κοντινότερο
- Συνεχής
- Αγκαλιάζει
- περικύκλωση
- περικλείω
- Πλευρικός
- άμεσος
- ένταξη
- παρατεθειμένος
- κοντά
- κοντά
- πλησιέστερος
- γειτονικός
- δίπλα
- νύχτα
- περιφερικός
- περιβάλλον
- συγκινητικός
- ενωμένος
- περιβαλλοντικό
- συνοριακός
- γύρω
- κοντά
- συνορεύων
- ολοκληρωμένος
- Ξιφασκία
- FLUSH
- κρόσσια
- επισυνάπτω
- περιθωριακός
- χείλος
- χαμηλότερα πατώματος
- εφαπτομένη
- εφαπτομενική
- συνομόρος
- Ξεχωριστά
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένο
- απομονώνω
- απομονωμένος
- Μη γειτονικός
- ξεχωριστό
- ανύπαντρος
- ανεξάρτητος
- μη συνδεδεμένος
- αυτόνομος
- μη συνεχόμενος
- Άσχετος
- μακριά
- διακοπτόμενος
- μακρινό
- διαιρεμένος
- μακριά
- πιο μακριά
- Μη συνεχής
- απομακρυσμένος
- αφαιρέθηκε
- Επιλεγμένο
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- δυσλειτουργικός
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- Διαζευγμένος
- μακριά
- μακριά
- χωρισμένοι
- κλαδωτός
- απομακρυσμένο
- σπασμένος
- διασπασμένος
Nearest Words of interconnecting
Definitions and Meaning of interconnecting in English
interconnecting
to be or become mutually connected, to connect with one another
FAQs About the word interconnecting
διασυνδεόμενος
to be or become mutually connected, to connect with one another
Επισυναπτόμενος,επικοινωνία,συνδεδεμένος,προσχώρησε,συνδεδεμένος,συνδεόμενο,όμορος,παρακείμενος,γειτονικός,κατά προσέγγιση
Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,ξεχωριστό,ανύπαντρος,ανεξάρτητος,μη συνδεδεμένος
intercommunicating => Επικοινωνιακός, intercommunicated => διασυνδεδεμένος, intercessors => μεσῑτευτές, interceders => πρεσβευτές, intents => πρόθεση,