Greek Meaning of interconnects
Διασυνδέσεις
Other Greek words related to Διασυνδέσεις
Nearest Words of interconnects
- interdictions => απαγορεύσεις
- interdicts => απαγορεύει
- interests => συμφέροντα
- interfacing => Διεπαφή
- interfere (with) => παρεμβάλλω (σε)
- interfered (with) => παρεμβαίνει (σε)
- interferences => Παρεμβολές
- interferers => παρεμβολείς
- interferes (with) => παρεμβαίνει (σε)
- interfering (with) => παρεμβαίνω (σε)
Definitions and Meaning of interconnects in English
interconnects
to be or become mutually connected, to connect with one another
FAQs About the word interconnects
Διασυνδέσεις
to be or become mutually connected, to connect with one another
αλυσίδες,συνδέει,Ζευγάρια,ενσωματώνει,Σύνδεσμοι,Χορδές,συνδέει,συνδυάζει,ενώσεις,συσσωματώνει
αποσυνδέεται,διαχωρίζει,χωρίζει,μέρη,ξεχωριστά,διαχωρισμοί,αποσυνδέει,σχίζει,αποσπάται,απεμπλέκει
interconnecting => διασυνδεόμενος, intercommunicating => Επικοινωνιακός, intercommunicated => διασυνδεδεμένος, intercessors => μεσῑτευτές, interceders => πρεσβευτές,