Greek Meaning of interconnects

Διασυνδέσεις

Other Greek words related to Διασυνδέσεις

Definitions and Meaning of interconnects in English

interconnects

to be or become mutually connected, to connect with one another

FAQs About the word interconnects

Διασυνδέσεις

to be or become mutually connected, to connect with one another

αλυσίδες,συνδέει,Ζευγάρια,ενσωματώνει,Σύνδεσμοι,Χορδές,συνδέει,συνδυάζει,ενώσεις,συσσωματώνει

αποσυνδέεται,διαχωρίζει,χωρίζει,μέρη,ξεχωριστά,διαχωρισμοί,αποσυνδέει,σχίζει,αποσπάται,απεμπλέκει

interconnecting => διασυνδεόμενος, intercommunicating => Επικοινωνιακός, intercommunicated => διασυνδεδεμένος, intercessors => μεσῑτευτές, interceders => πρεσβευτές,