Greek Meaning of chains

αλυσίδες

Other Greek words related to αλυσίδες

Definitions and Meaning of chains in English

Wordnet

chains (n)

metal shackles; for hands or legs

FAQs About the word chains

αλυσίδες

metal shackles; for hands or legs

ακολουθίες,Χορδές,τρένα,ζώνες,αλυσίδες,Συνδέσεις,γάντια,Nexus,συνδέσεις,Προόδους

πλεονεκτήματα,διαλείμματα,καταλύτες,άκρες,Κίνητρα,Σπιρούνια,διεγερτικά,Ερεθίσματα,το AIDS,παροχές

chainlink fence => Φράκτης με αλυσίδες, chainlike => Αλυσίδα, chainlet => αλυσίδα, chainless => αναλυσίδωτος, chaining => αλυσοποίηση,