FAQs About the word intercommunicated

διασυνδεδεμένος

to exchange communication with one another, to afford passage from one to another

επικοινώνησε,μίλησε,προσέγγισε,πλησίασε,επιβιβάστηκε,δεσμευμένος,επικοινώνησε,επικοινώνησε,συνομίλησε,αντιστοιχούσε

No antonyms found.

intercessors => μεσῑτευτές, interceders => πρεσβευτές, intents => πρόθεση, intentions => Προθέσεις, intends => σκοπεύει,