Greek Meaning of conversed
συνομίλησε
Other Greek words related to συνομίλησε
- συνομιλούσαν
- μίλησε
- ψέλλισε
- μίλησε
- κακαρίστηκε
- κουβέντιαζε
- συζητήθηκε
- κουτσομπολιούσε
- κελάηδισε
- κουτσομπόλευαν
- κουβέντιασε
- σιμπιτίζειν
- κουβέντιαζε
- Διάφορα σχέδια
- κουβέντιασε
- κουβέντιαζε
- ραπάρει
- ταραγμένος
- φλερτάρω
- κουβεντιάζω
- κελάηδησε
- επισκέφτηκε
- κάπνισε
- ταλαιπωρημένος
- Κουβεντιάζω
- Κουβέντιαζε
- πηγούνι
- αποβράσματα
- ανέπτυξε
- αεριοποιημένο
- γνάθου
- σχολίασε
- κουβέντιασαν
- έτρεξε σε
- Κουβεντιάζω
- Μιλούσε ακατάπαυστα
- μαυλίζω
- μιλάω
- κουβεντιάζω
- φλυαρούσε
- γαυγίζω
Nearest Words of conversed
Definitions and Meaning of conversed in English
conversed
something that is the opposite of something else, something reversed in order, relation, or action, being a logical or mathematical converse, reversed in order, relation, or action, to exchange thoughts and opinions in spoken words or sign language, conversation, social interaction, to have acquaintance or familiarity, a proposition obtained by interchange of the subject and predicate of a given proposition, a theorem formed by interchanging the hypothesis and conclusion of a given theorem, to engage in conversation
FAQs About the word conversed
συνομίλησε
something that is the opposite of something else, something reversed in order, relation, or action, being a logical or mathematical converse, reversed in order,
συνομιλούσαν,μίλησε,ψέλλισε,μίλησε,κακαρίστηκε,κουβέντιαζε,συζητήθηκε,κουτσομπολιούσε,κελάηδισε,κουτσομπόλευαν
No antonyms found.
converse (with) => Συνομιλώ (με), conversations => συνομιλίες, conversation pieces => Θέματα συζήτησης, conversable => ομιλητικός, converges => συγκλίνει,