Greek Meaning of conversable
ομιλητικός
Other Greek words related to ομιλητικός
- καλοήθης
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- πολιτικός
- φιλικός
- προσεκτικός
- ευγενικός
- ευγενικός
- ευγενικός
- κοινωνικός
- στοχαστικός
- φιλόξενος
- Επιδεκτικός
- φιλικός
- φιλικός
- ελκυστικός
- φιλικός
- απολαυστικό
- ευχάριστος
- φιλικός
- ήπιος
- χαρούμενος
- συμπαθητικός
- φιλικός
- προθυμος
- ευχάριστος
- ηλιόλουστος
- Φιλικός
- ευχάριστος
- Έξυπνος
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- Καλοσυνάτος
- φιλεύσπλαχνος
- συμπαθής
- γλυκός
- ωραίο
- γλυκό
- Ευμενής
- αγενής
- δυσάρεστος
- Αγενής
- αγενής
- αναίσθητος
- ευερέθιστος
- Αγενής
- μουρτζούφλης
- Δυσάρεστος
- άξεστος
- αγενής
- αγενής
- αγενής
- δυσάρεστος
- ακοινώνητος
- επιχειρηματικός
- πτωτικός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- χολερικός
- αγενής
- Αμφιλεγόμενος
- αντίθετος
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- δυσπεπτικός
- επιλεκτικός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- Αμαθής
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- ευέξαπτος
- εκνευρισμένος
- δύστροπος
- πείσμων
- γκρινιάρης
- απότομος
- ευερέθιστος
- ευαίσθητος
- μη ελκυστικός
- δυσάρεστος
- Κακόκεφος
- ευέξαπτος
- ξινός
- δυσάρεστος
- ξινούτσικος
Nearest Words of conversable
Definitions and Meaning of conversable in English
conversable
pleasant and easy to converse with, relating to or suitable for social interaction
FAQs About the word conversable
ομιλητικός
pleasant and easy to converse with, relating to or suitable for social interaction
καλοήθης,χαρούμενος,χαρούμενος,πολιτικός,φιλικός,προσεκτικός,ευγενικός,ευγενικός,ευγενικός,κοινωνικός
αγενής,δυσάρεστος,Αγενής,αγενής,αναίσθητος,ευερέθιστος,Αγενής,μουρτζούφλης,Δυσάρεστος,άξεστος
converges => συγκλίνει, converged => συγκλίνουσας, conventuals => Κονβεντουάλες, convents => μοναστήρια, conventions => συμβάσεις,