Greek Meaning of cackled

κακαρίστηκε

Other Greek words related to κακαρίστηκε

Definitions and Meaning of cackled in English

Webster

cackled (imp. & p. p.)

of Cackle

FAQs About the word cackled

κακαρίστηκε

of Cackle

συνομιλούσαν,κουβέντιαζε,ταραγμένος,μίλησε,συνομίλησε,ψέλλισε,μίλησε,ταλαιπωρημένος,πηγούνι,συζητήθηκε

κλαίω με λυγμούς,κλαίω,ούρλιαξε,έκλαιγε,έκλαψε,έκλαψε,λυγμούσε,βέλαξε,στέναξε,στέναξε

cackle => κακαρίζω, cackerel => σκουμπρί, cackel => κακαρίζω, cack => κακάρισμα, cacique => κασίκ,