Greek Meaning of chinned
πηγούνι
Other Greek words related to πηγούνι
- συνομιλούσαν
- συνομίλησε
- γνάθου
- ταραγμένος
- μίλησε
- ψέλλισε
- μίλησε
- κάπνισε
- κακαρίστηκε
- ταλαιπωρημένος
- κουβέντιαζε
- Κουβεντιάζω
- Κουβέντιαζε
- συζητήθηκε
- κουτσομπολιούσε
- κελάηδισε
- αεριοποιημένο
- κουτσομπόλευαν
- κουβέντιασε
- σχολίασε
- σιμπιτίζειν
- κουβέντιαζε
- κουβέντιασαν
- Διάφορα σχέδια
- κουβέντιασε
- κουβέντιαζε
- έτρεξε σε
- ραπάρει
- φλερτάρω
- κουβεντιάζω
- κελάηδησε
- επισκέφτηκε
- αποβράσματα
- ανέπτυξε
- Κουβεντιάζω
- Μιλούσε ακατάπαυστα
- μαυλίζω
- μιλάω
- κουβεντιάζω
- φλυαρούσε
- γαυγίζω
Nearest Words of chinned
Definitions and Meaning of chinned in English
chinned (a.)
Having a chin; -- used chiefly in compounds; as, short-chinned.
FAQs About the word chinned
πηγούνι
Having a chin; -- used chiefly in compounds; as, short-chinned.
συνομιλούσαν,συνομίλησε,γνάθου,ταραγμένος,μίλησε,ψέλλισε,μίλησε,κάπνισε,κακαρίστηκε,ταλαιπωρημένος
No antonyms found.
chinless => χωρίς πηγούνι, chinky => κινέζικος, chinking => σφράγισμα, chinked => ραγισμένο, chinkapin oak => Δρυς η καστανόκαρπος,