Greek Meaning of jawed
γνάθου
Other Greek words related to γνάθου
- διδάσκω
- Επιτιμήθηκε
- μάλωσε
- νουθετώ
- επιτέθηκε
- επικρίθηκε
- κατηγορηθεί
- ‏επιμελήθηκε‏
- τιμωρηθείς
- εκδορά
- σφυρηλατημένος
- Καρίνα
- χλεύασε
- κουρελιασμένος
- επέπληξε
- σκόραρε
- μομφή
- φωνάζω
- κάλεσε κάτω
- μασημένο
- μαλώνω
- κριτικάρετε
- ντυμένος απλά
- Επιτέθηκε
- επέκρινε σφόδρα
- γκρίνιαζε (σε)
- διάνοιξε (έξω)
- μαλώνω
- κακοποιημένος
- επιτέθηκε
- αλειμμένος
- υποτιμούσε
- ανατιναγμένη
- λογοκριμένος
- καταγγελμένος
- υποτιμημένος
- εκδορά
- ελαττωματικό
- επίπληξε
- χτύπησε
- μαστιγωμένος
- τηγανίτης
- Βαθμολογημένο
- απεδοκίμασαν
- κατηγόρησε
- Επιπληχθείς
- απαξιωμένος
- χλευασθεί
- κορόιδευε
- περιφρονημένος
- μαστιγωμένος
- χτύπησε
- Κακός
- μάγουλο
- καταδικασμένος
- σταυρωμένος
- προσέβαλε
- δαντελωμένο (σε)
- οργισμένος (εναντίον)
- επιπλήττω
- διαμαρτυρήθηκε (με)
- ανέλαβε το καθήκον
- υβριστικός
Nearest Words of jawed
Definitions and Meaning of jawed in English
jawed (a)
of animals having jaws of a specified type
jawed (imp. & p. p.)
of Jaw
jawed (a.)
Having jaws; -- chiefly in composition; as, lantern-jawed.
FAQs About the word jawed
γνάθου
of animals having jaws of a specified typeof Jaw, Having jaws; -- chiefly in composition; as, lantern-jawed.
διδάσκω,Επιτιμήθηκε,μάλωσε,νουθετώ,επιτέθηκε,επικρίθηκε,κατηγορηθεί,‏επιμελήθηκε‏,τιμωρηθείς,εκδορά
εγκρίθηκε,ενέκρινε,εγκεκριμένος,κυρώσεις,επαίνεσε,υμνεί,επαινεμένος
jawbreaker => σπάει το σαγόνι, jawbone => γνάθος, jawan => νέος άντρας, jawaharlal nehru => Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, jaw => σαγόνι,