Greek Meaning of tongue-lashed

μαλώνω

Other Greek words related to μαλώνω

Definitions and Meaning of tongue-lashed in English

tongue-lashed

chide, scold

FAQs About the word tongue-lashed

μαλώνω

chide, scold

κατηγορηθεί,διδάσκω,Επιτιμήθηκε,μάλωσε,φωνάζω,μασημένο,κριτικάρετε,διάνοιξε (έξω),νουθετώ,επιτέθηκε

εγκρίθηκε,ενέκρινε,εγκεκριμένος,κυρώσεις,επαίνεσε,υμνεί,επαινεμένος

tongue-lash => μαλώνω, tongas => Τόνγκα, tones (down) => χαμήλωσε τους τόνους, tones => τόνοι, toned-down => πιο ήπιος,