Greek Meaning of lectured

διδάσκω

Other Greek words related to διδάσκω

Definitions and Meaning of lectured in English

Webster

lectured (imp. & p. p.)

of Lecture

FAQs About the word lectured

διδάσκω

of Lecture

Επιτιμήθηκε,μάλωσε,κριτικάρετε,νουθετώ,επιτέθηκε,επικρίθηκε,κατηγορηθεί,‏επιμελήθηκε‏,τιμωρηθείς,ελαττωματικό

εγκρίθηκε,ενέκρινε,εγκεκριμένος,κυρώσεις,επαίνεσε,υμνεί,επαινεμένος

lecture room => αμφιθέατρο, lecture demonstration => Διάλεξη επίδειξη, lecture => διάλεξη, lectual => αναλφάβητος, lector => αναγνώστης,