Greek Meaning of scourged

μαστιγωμένος

Other Greek words related to μαστιγωμένος

Definitions and Meaning of scourged in English

Webster

scourged (imp. & p. p.)

of Scourge

FAQs About the word scourged

μαστιγωμένος

of Scourge

κατεστραμμένος,κατεστραμμένος, ερειπωμένος,κατεστραμμένο,λεηλατήθηκε,λεηλατημένος,κατεστραμμένος,εξαντλημένος,δεκατισμένος,κατεδαφισμένο,ερημωμένος

ανακτηθεί,λυτρωμένος,αποκατεστημένος,αποκατεστημένος,σταθερός,επισκευάστηκε,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανανεωμένο

scourge of the gods => Μάστιγα των θεών, scourge of god => Μάστιγα του Θεού, scourge => μάστιγα, scourer => σφουγγάρι καθαρισμού, scoured => καθαρισμένο,