Greek Meaning of scourged
μαστιγωμένος
Other Greek words related to μαστιγωμένος
- κατεστραμμένος
- κατεστραμμένος, ερειπωμένος
- κατεστραμμένο
- λεηλατήθηκε
- λεηλατημένος
- κατεστραμμένος
- εξαντλημένος
- δεκατισμένος
- κατεδαφισμένο
- ερημωμένος
- εξαλειμμένος
- εκκαθαρισμένο
- σβησμένος
- εκριζώθηκε
- επιδρομή
- ταλαιπωρημένος
- λεηλατημένος
- λεηλάτησε
- χορτοκομμένο
- εξαλείφθηκε
- Υπερδύναμος
- ανέτρεψε
- Υπερφορτωμένος
- λεηλατημένος
- κατεδαφισμένος
- απολύθηκε
- θρυμματισμένος
- συντριμμένος
- γυμνός
- стрипт
- συνολικό
- σύνολο
- εξατμισμένο
- σπαταλημένος
- εξαλειφθεί
- βασανισμένος
- βυθισμένο
Nearest Words of scourged
Definitions and Meaning of scourged in English
scourged (imp. & p. p.)
of Scourge
FAQs About the word scourged
μαστιγωμένος
of Scourge
κατεστραμμένος,κατεστραμμένος, ερειπωμένος,κατεστραμμένο,λεηλατήθηκε,λεηλατημένος,κατεστραμμένος,εξαντλημένος,δεκατισμένος,κατεδαφισμένο,ερημωμένος
ανακτηθεί,λυτρωμένος,αποκατεστημένος,αποκατεστημένος,σταθερός,επισκευάστηκε,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανανεωμένο
scourge of the gods => Μάστιγα των θεών, scourge of god => Μάστιγα του Θεού, scourge => μάστιγα, scourer => σφουγγάρι καθαρισμού, scoured => καθαρισμένο,