Greek Meaning of forayed
επιδρομή
Other Greek words related to επιδρομή
- λεηλατήθηκε
- κατεστραμμένος
- εξαλειμμένος
- ταλαιπωρημένος
- λεηλατημένος
- λεηλάτησε
- εξαλείφθηκε
- λεηλατημένος
- λεηλατημένος
- κατεστραμμένο
- απολύθηκε
- γυμνός
- εξαλειφθεί
- εξαντλημένος
- δεκατισμένος
- ερημωμένος
- κατεστραμμένος, ερειπωμένος
- εκκαθαρισμένο
- σβησμένος
- εκριζώθηκε
- χορτοκομμένο
- κατεδαφισμένος
- κατεστραμμένος
- μαστιγωμένος
- θρυμματισμένος
- συντριμμένος
- συνολικό
- σύνολο
- εξατμισμένο
- σπαταλημένος
- βυθισμένο
- διαγραμμένο
- стрипт
- βασανισμένος
- θρυμματισμένος
- κατεδαφισμένο
- Υπερδύναμος
- κατακλύζω
- ανέτρεψε
- Υπερφορτωμένος
Nearest Words of forayed
Definitions and Meaning of forayed in English
forayed
an initial and often tentative attempt to do something in a new or different field or area of activity, to ravage in search of spoils, to raid especially in order to steal, a sudden or irregular invasion or attack for war or spoils, to make a raid or brief invasion, to do or attempt something outside one's accustomed sphere
FAQs About the word forayed
επιδρομή
an initial and often tentative attempt to do something in a new or different field or area of activity, to ravage in search of spoils, to raid especially in ord
λεηλατήθηκε,κατεστραμμένος,εξαλειμμένος,ταλαιπωρημένος,λεηλατημένος,λεηλάτησε,εξαλείφθηκε,λεηλατημένος,λεηλατημένος,κατεστραμμένο
ανακτηθεί,λυτρωμένος,αποκατεστημένος,αποκατεστημένος,σταθερός,επισκευάστηκε,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανανεωμένο
foray (into) => Επιδρομή (σε), foraging (for) => αναζήτηση τροφής (για), foraged (for) => αναζήτηση (τροφής), forage (for) => ψάχνω, for the birds => για τα πουλιά,