Greek Meaning of vaporized

εξατμισμένο

Other Greek words related to εξατμισμένο

Definitions and Meaning of vaporized in English

Wordnet

vaporized (s)

converted into a gas or vapor

Webster

vaporized (imp. & p. p.)

of Vaporize

FAQs About the word vaporized

εξατμισμένο

converted into a gas or vaporof Vaporize

Εξαφανίστηκε,διαλυμένος,εξατμισμένος,αόρατος,Λιωμένο,εξαφανίστηκε,εξαφανισμένο,ανεπαίσθητος,θαμένος,κρυμμένο

φαινομενικός,παρατηρήσιμος,ορατός,οπτικός,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,αισθητός,αντιληπτό,ορατός,ορατό

vaporize => εξατμίζω, vaporization => Εξάτμιση, vaporizable => Ατμοποιήσιμος, vaporish => ατμώδης, vaporiser => εξατμιστήρας,