Greek Meaning of vapors

ατμοί

Other Greek words related to ατμοί

Definitions and Meaning of vapors in English

Wordnet

vapors (n)

a state of depression

FAQs About the word vapors

ατμοί

a state of depression

χτυπήματα,καυχιέται,καυχιέται,καπνίζει,κομπάζει,ταύροι,κοράκια,οθόνες,εκθέματα,Γασκωνάδες

υποτιμά,καταργεί,μειώνει,εκπτώσεις,ελαχιστοποιεί,υποτιμά,ανασηκώνει τους ώμους,υποτιμά,θρηνεί,γελά με

vaporousness => εφήμερος, vaporous => υγρός, vaporose => ατμοσφαιρικός, vaporizing => εξάτμιση, vaporizer => εξατμιστήρας,