Greek Meaning of vaporizing

εξάτμιση

Other Greek words related to εξάτμιση

Definitions and Meaning of vaporizing in English

Webster

vaporizing (p. pr. & vb. n.)

of Vaporize

FAQs About the word vaporizing

εξάτμιση

of Vaporize

κατεδάφιση,Καταστροφικός,καταστροφικός,καταστροφική,συντριπτικός,φανταστικός,καταστρεπτικός,εξολοθρευτικός,ανατίναξη,σπάσιμο

κτίριο,ανεγείροντας,επιδιόρθωση,σχηματίζοντας,κατασκευή,ανατροφή,ανατροφή,επισκευή,κατασκευή,Δημιουργώντας

vaporizer => εξατμιστήρας, vaporized => εξατμισμένο, vaporize => εξατμίζω, vaporization => Εξάτμιση, vaporizable => Ατμοποιήσιμος,