Greek Meaning of manufacturing
κατασκευή
Other Greek words related to κατασκευή
- κατασκευή
- παραγωγική
- συναρμολόγηση
- κτίριο
- κατασκευή
- μόρφωση
- σχηματίζοντας
- Καδράρισμα
- οργάνωση
- διαμόρφωση
- κατασκευή
- Κατασκευή
- Δημιουργώντας
- Συναρμολόγηση
- σχεδιάζοντας
- σχεδίαση
- ανεγείροντας
- ίδρυση
- Σφυρηλάτηση
- υλοτομία
- φανταζόμενος
- Εγκαθιδρύοντας
- εφεύρεση
- Μακιγιάζ
- κοπή νομισμάτων
- μούχλα
- προερχόμενος
- ανατροφή
- ανατροφή
- επαναδημιουργία
- συλλαμβάνω
- επινοώντας
- μαγείρεμα
- χειροτεχνία
- χτυπώντας έξω
- Επιτοποθέτηση μπαλώματος (μαζί)
- Προκατασκευασμένος
- Βάζοντας
- Ανακατασκευή
- ρύθμιση
- διάρθρωση
- σκέψη (πάνω)
- Εμετός
- οπτικοποιώντας
Nearest Words of manufacturing
- manufacturer => κατασκευαστής
- manufactured home => προκατασκευασμένο σπίτι
- manufactured => κατασκευασμένος
- manufacture => Κατασκευή
- manufactural => βιομηχανικός
- manufactory => εργοστάσιο
- manuel rodriquez patriotic front => Μανουέλ Ροντρίγκεζ, Πατριωτικό Μέτωπο
- manuel de falla => Μανουέλ ντε Φάγια
- manuduction => καθοδήγηση
- manuducent => Οδηγός
- manufacturing business => μεταποιητική επιχείρηση
- manufacturing plant => εργοστάσιο παραγωγής
- manul => Μανουλ
- manumise => απελευθερώνω
- manumission => απαλλαγή
- manumit => απελευθερώνω
- manumitted => απελευθερωμένος
- manumitter => ελευθερωτής
- manumitting => απελευθερωτικός
- manumotive => ανθρώπινο κίνητρο
Definitions and Meaning of manufacturing in English
manufacturing (n)
the act of making something (a product) from raw materials
manufacturing (p. pr. & vb. n.)
of Manufacture
manufacturing (a.)
Employed, or chiefly employed, in manufacture; as, a manufacturing community; a manufacturing town.
Pertaining to manufacture; as, manufacturing projects.
FAQs About the word manufacturing
κατασκευή
the act of making something (a product) from raw materialsof Manufacture, Employed, or chiefly employed, in manufacture; as, a manufacturing community; a manufa
κατασκευή,παραγωγική,συναρμολόγηση,κτίριο,κατασκευή,μόρφωση,σχηματίζοντας,Καδράρισμα,οργάνωση,διαμόρφωση
Καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,αποσυναρμολόγηση,κατάργηση,εξολοθρευτικός,κατεδάφιση,καταστροφικός,εξάλειψη,Εκρηκτικό,κατάσβεση
manufacturer => κατασκευαστής, manufactured home => προκατασκευασμένο σπίτι, manufactured => κατασκευασμένος, manufacture => Κατασκευή, manufactural => βιομηχανικός,