Greek Meaning of handcrafting

χειροτεχνία

Other Greek words related to χειροτεχνία

Definitions and Meaning of handcrafting in English

handcrafting

to fashion by handicraft, handicraft, to make by handicraft

FAQs About the word handcrafting

χειροτεχνία

to fashion by handicraft, handicraft, to make by handicraft

συναρμολόγηση,κτίριο,Ξυλουργική,ανεγείροντας,κατασκευή,μόρφωση,Σφυρηλάτηση,Καδράρισμα,σφυρηλάτηση,εφεύρεση

κατεδάφιση,Καταστροφικός,καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,αποσυναρμολόγηση,επίπεδωση,καταστροφική,συντριπτικός,φανταστικός,εντυπωσιακός

handcrafted => χειροποίητος, handbooks => εγχειρίδια, handbills => φυλλάδια, hand(s) => χέρι(α), hand running => Σερί,