Greek Meaning of innovating
καινοτόμος
Other Greek words related to καινοτόμος
- ίδρυση
- ιδρυτικός
- έναρξη
- εισαγωγή
- εκκίνηση
- Πρωτοποριακός
- Δημιουργώντας
- αρχή
- υπό ανάπτυξη
- εγκαινιάζοντας
- Εγκαθιδρύοντας
- εφεύρεση
- οργάνωση
- προερχόμενος
- φύτευση
- αρχή
- συγκροτούν
- κατασκευή
- παραγωγική
- διάταξη
- σχεδίαση
- ενδοση
- διευρύνων
- επεκτεινόμενος
- κατασκευή
- Πατρότητα
- χρηματοδότηση
- χρηματοδότηση
- Μακιγιάζ
- κατασκευή
- συγγραφή
- συλλαμβάνω
- παρασκευάζω
- επινοώντας
- μαγείρεμα
- ρύθμιση
- επιδοτώ
- συστηματοποιώντας
- σκέψη (πάνω)
Nearest Words of innovating
Definitions and Meaning of innovating in English
innovating (p. pr. & vb. n.)
of Innovate
FAQs About the word innovating
καινοτόμος
of Innovate
ίδρυση,ιδρυτικός,έναρξη,εισαγωγή,εκκίνηση,Πρωτοποριακός,Δημιουργώντας,αρχή,υπό ανάπτυξη,εγκαινιάζοντας
κατάργηση,στάση,κλείσιμο (κλείσιμο),σταδιακή κατάργηση,κλείνοντας (πάνω),εξολοθρευτικός,ακύρωση,τέλος,φινίρισμα,ανακοπή
innovated => Καινοτόμος, innovate => καινοτομώ, innominate vein => Άνευ όνομα φλέβα, innominate bone => Ανώνυμο οστό, innominate artery => Η ανώνυμος αρτηρία,