Greek Meaning of starting
αρχή
Other Greek words related to αρχή
Nearest Words of starting
- starting block => μπλοκ εκκίνησης
- starting buffer => αρχικός προσωρινός αποθεματικός διάλυμα
- starting gate => Γραμμή εκκίνησης
- starting handle => μανιβέλα εκκίνησης
- starting line => Γραμμή εκκίνησης
- starting motor => Μίζα
- starting pitcher => Πίτσερ εκκίνησης
- starting point => σημείο εκκίνησης
- starting post => Γραμμή εκκίνησης
- starting signal => Σήμα εκκίνησης
Definitions and Meaning of starting in English
starting (n)
a turn to be a starter (in a game at the beginning)
starting (s)
(especially of eyes) bulging or protruding as with fear
appropriate to the beginning or start of an event
FAQs About the word starting
αρχή
a turn to be a starter (in a game at the beginning), (especially of eyes) bulging or protruding as with fear, appropriate to the beginning or start of an event
αρχή,πρωιμότερος,πρώτο,αρχικός,άνοιγμα,πρωτοπόρος,ο σημαντικότερος,πρώτος,εναρκτήριος/-α/-ο,προπομπός
τελικός,τελικός,επόμενος,καθυστέρηση,τελευταίο,τελευταίος,τελευταίος,επακόλουθος,τερματικό,απόλυτος
star-thistle => Αστεράκι, starter motor => μίζα, starter => ορεκτικό, start up => Εκκίνηση, start out => ξεκινώ,