Greek Meaning of terminating
καταληκτικός
Other Greek words related to καταληκτικός
- κλείσιμο
- τελικός
- τελικός
- τελευταίο
- τελευταίος
- τελευταίος
- επόμενος
- καθυστέρηση
- ο χαμηλότερος
- προτελευταίος
- Τελευταίος
- επακόλουθος
- τερματικό
- απόλυτος
- χαμηλότερο
- Καταληκτικός
- Αποτέλεσμα
- στέψη
- αποφασιστικός
- οριστικός
- Επόμενος
- αναπόφευκτος
- Πιο μακρινός
- πιο μακριά
- Πιο μακρινό
- πιο μακριά
- ο τελευταίος
- κατώτερος
- εξωτερικότατος
- πιο απομακρυσμένο
Nearest Words of terminating
- terminated => λήξη
- terminate => τερματισμός
- terminant => οριστικός παράγοντας
- terminally => τελικό
- terminalia => τερματικοί σταθμοί
- terminal velocity => Τελική ταχύτητα
- terminal point => ακραίο σημείο
- terminal leave => Τελική άδεια
- terminal figure => Τελευταίος αριθμός
- terminal emulation => Εξομοίωση τερματικού
Definitions and Meaning of terminating in English
terminating (p. pr. & vb. n.)
of Terminate
FAQs About the word terminating
καταληκτικός
of Terminate
κλείσιμο,τελικός,τελικός,τελευταίο,τελευταίος,τελευταίος,επόμενος,καθυστέρηση,ο χαμηλότερος,προτελευταίος
αρχή,πρωιμότερος,πρώτο,αρχικός,παρθένα,άνοιγμα,πρωτότυπο,πρωτοπόρος,πρωτεύον,αρχή
terminated => λήξη, terminate => τερματισμός, terminant => οριστικός παράγοντας, terminally => τελικό, terminalia => τερματικοί σταθμοί,