Greek Meaning of penultimate
προτελευταίος
Other Greek words related to προτελευταίος
- τελικός
- τελικός
- τελευταίος
- κλείσιμο
- Αποτέλεσμα
- Επόμενος
- αναπόφευκτος
- επόμενος
- τελευταίος
- ο χαμηλότερος
- επακόλουθος
- απόλυτος
- χαμηλότερο
- Καταληκτικός
- στέψη
- αποφασιστικός
- οριστικός
- Πιο μακρινός
- πιο μακριά
- Πιο μακρινό
- πιο μακριά
- ο τελευταίος
- καθυστέρηση
- κατώτερος
- εξωτερικότατος
- Τελευταίος
- πιο απομακρυσμένο
- τερματικό
- καταληκτικός
Nearest Words of penultimate
Definitions and Meaning of penultimate in English
penultimate (n)
the next to last syllable in a word
penultimate (s)
second last
penultimate (a.)
Last but one; as, the penultimate syllable, the last syllable but one of a word.
penultimate (n.)
The penult.
FAQs About the word penultimate
προτελευταίος
the next to last syllable in a word, second lastLast but one; as, the penultimate syllable, the last syllable but one of a word., The penult.
τελικός,τελικός,τελευταίος,κλείσιμο,Αποτέλεσμα,Επόμενος,αναπόφευκτος,επόμενος,τελευταίος,ο χαμηλότερος
αρχή,πρωιμότερος,εξέχον,πρώτο,αρχικός,πρωτότυπο,Πρωθυπουργός,πρωτεύον,ανώτερος,ο σημαντικότερος
penultima => προτελευταίος, penult => προτελευταίος, penuchle => πενουκλ, penuche => Πενότσι, pentylic => πεντυλικός,