Greek Meaning of penumbral

παρασκιάδης

Other Greek words related to παρασκιάδης

Definitions and Meaning of penumbral in English

Wordnet

penumbral (a)

of or pertaining to the region of partial shadow around an umbra

FAQs About the word penumbral

παρασκιάδης

of or pertaining to the region of partial shadow around an umbra

σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,Σκοτεινός,σκοτεινό,Σκοτεινός,αχνός,σκοτεινός,μελαγχολικός,μελανωμένος,αφεγγής

φωτεινό,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,εκτεθειμένο,φωτισμένο,λαμπτήρας πυρακτώσεως,φως,φωτισμένο,αναμμένος,διαφανής

penumbra => Μισοσκιά, penultimate => προτελευταίος, penultima => προτελευταίος, penult => προτελευταίος, penuchle => πενουκλ,