Greek Meaning of canopied

με θόλωση

Other Greek words related to με θόλωση

Definitions and Meaning of canopied in English

Wordnet

canopied (s)

covered with or as with a canopy

FAQs About the word canopied

με θόλωση

covered with or as with a canopy

καλυμμένος,σκιασμένος,σκιασμένος,προστατευμένος,σκοτεινός,σκοτεινός,σκοτεινός,σκιερός,σκιερός,συννεφιασμένος

φωτεινό,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,εκτεθειμένο,φωτισμένο,λαμπτήρας πυρακτώσεως,φως,φωτισμένο,αναμμένος,φωτεινό

canopic vase => κανωπικό αγγείο, canopic jar => Κανωπικό βάζο, canopes => κανωπικά βάζα, canoodle => αμολιέμαι, canonship => κανόνας,