FAQs About the word canopying

θόλωμα

of Canopy

κάλυψη,προστατευτικός,θόλωμα,σκοτείνιασμα,μείωση φωτεινότητας,βαρετός,συννεφιασμένος,επισκιάζοντας,προβολή,σκίαση

φωτιστικός,Φωτισμός,εκθέτω,αστραπή

canopy => ουρανός, canopus => Κάνωβος, canopies => θόλοι, canopied => με θόλωση, canopic vase => κανωπικό αγγείο,