FAQs About the word exposing

εκθέτω

of Expose

αποκάλυψη,απομυθοποίηση,κατεδάφιση,Αποκάλυψη,δυσφημιστική,κάρφωμα,Φαίνεται,λέγοντας,Γδύσιμο,αποκαλυψις

απόκρυψη,μεταμφιέζοντας,κρύβοντας,Mάσκα,καμουφλάζ,Καμουφλάζ,εκκρίνοντας,πέπλο

exposer => εκθέτης, exposedness => Έκθεση, exposed => εκτεθειμένο, expose => εκθέτω, exposal => έκθεση,