Greek Meaning of demolishing

κατεδάφιση

Other Greek words related to κατεδάφιση

Definitions and Meaning of demolishing in English

Wordnet

demolishing (n)

complete destruction of a building

Webster

demolishing (p. pr. & vb. n.)

of Demolish

FAQs About the word demolishing

κατεδάφιση

complete destruction of a buildingof Demolish

κατεδάφιση,βεβήλωση,βεβήλωση,καταστροφή,καταστροφή,καταστρεπτικός,ερείπιο,καταστροφή,καταστρεπτικός,βανδαλισμός

προστασία,Συντήρηση,Προστασία,αποταμίευση,διάσωση

demolisher => κατεδαφιστής, demolished => κατεδαφισμένο, demoiselle => δεσποινίς, demography => δημογραφία, demographist => Δημογράφος,